Κάποιες από αυτές συμβαίνουν σε ατομικό επίπεδο και λίγη σημασία έχουν για τον ρου της ιστορίας, άλλες κάνουν εντύπωση εξαιτίας της επαναληψιμότητας τους ή ακόμα και της προφητικότητας που τις χαρακτηρίζει. Τέλος υπάρχουν και κάποιες που κατάφεραν να καθορίσουν και να αλλάξουν την πορεία του κόσμου. Τι τελικά ορίζουμε ως σύμπτωση; Από τι επηρεάζονται και πως αλληλεπιδρούν με τα δεδομένα της ζωής; Είναι όντως τυχαίες και ποιος ο ρόλος του πεπρωμένου και της ελεύθερης βούλησης μέσα σε αυτό το σκηνικό;
Αλήθεια, τι σκέφτεστε όταν ακούτε την λέξη σύμπτωση; Κατά πάσα πιθανότητα, φέρνετε στην σκέψη σας ένα τυχαίο περιστατικό, σημαντικό ή αμελητέο, που αφού συνέβη, άλλαξε την λογική σειρά των γεγονότων όπως αυτά θα συνέβαιναν, καθώς και ότι –το πιο σημαντικό- δεν μπορείτε να εξηγήσετε, να αιτιολογήσετε ή να βασίσετε το γεγονός ότι συνέβη με κανέναν λογικό ή προφανή τρόπο. Ποιος λοιπόν κινεί τα νήματα και κάνει τις συμπτώσεις να συμβαίνουν; Υπάρχει αιτιατή σχέση που να συνδέει τις συμπτώσεις με τις προσωπικές μας επιλογές και την ελεύθερη βούληση; Μήπως οι αρχαίοι Ελληνες που είχαν τόσες διαφορετικές λέξεις για να δηλώσουν το «γραφτό» είχαν δίκιο; Είναι η μοίρα, το πεπρωμένο ή η τύχη, παντοδύναμα απέναντι στον άνθρωπο; Εχουμε την θέση της μαριονέτας σε ένα κουκλοθέατρο που τις κλωστές μας κινεί και ορίζει η ειμαρμένη; Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα ζητήματα αυτά.
Η επιστημονική ανάλυση της σύμπτωσης
Τα τυχαία περιστατικά μπορούν να καταγραφούν, κατά περίπτωση να εξηγηθούν και να αναλυθεί η σημασία τους. Δυστυχώς όμως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας εμπεριστατωμένης στατιστικής μελέτης ή μιας εργαστηριακής έρευνας ακριβώς γιατί ως τυχαία, οι συνθήκες της δημιουργίας τους δεν μπορούν να αναπαραχθούν.
Το γεγονός αυτό έχει συμβάλει στην περιθωριοποίηση του ζητήματος των συμπτώσεων από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας που –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- έχει προτιμήσει να στρέψει το κεφάλι από την άλλη πλευρά, υποβαθμίζοντας την σημασία τους, την καθολικότητα τους, το εύρος και την συχνότητα που παρατηρούνται.
Φωτεινές εξαιρέσεις επιστημόνων που έκαναν προσπάθειες να επεξηγήσουν την ύπαρξη των συμπτώσεων αποτέλεσαν ο γιατρός και ψυχολόγος Carl Gustav Jung, ο συγγραφέας Arthur Koestler, ο βιολόγος Paul Kammerer, ο καθηγητής Χρήστος Μαρκόπουλος –με σπουδές παιδαγωγικής, ψυχολογίας, Χημείας, Πυρηνικής Χημείας και έναν μεγάλο αριθμό δημοσιευμένων ερευνών αλλά και πιο πρόσφατα οι συγγραφείς Martin Plimmer και Brian King. Οι τελευταίοι έγραψαν πριν μερικά χρόνια ένα βιβλίο με τίτλο «Πίσω από τις συμπτώσεις», στο οποίο επιχειρούν να εντοπίσουν και να καταδείξουν τα μαθηματικά μοντέλα στα οποία βασίζονται οι συμπτώσεις. Οι συγγραφείς κινήθηκαν με βάση την υπόθεση πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, αλλά όλα εξηγούνται από φυσικούς νόμους τους οποίους απλά ακόμα δεν έχουμε ανακαλύψει.
Ο Paul Kammerer, στο βιβλίο του «Ο νόμος των σειρών», έχει ασχοληθεί περισσότερο με την τυπολογία των συμπτώσεων ανάλογα με την ισχύ τους, την επαναληψιμότητα τους και τα κοινά τους χαρακτηριστικά, με βάση περιστατικά που κατέγραψε ο ίδιος μέσα σε μια περίοδο 20 ετών. Με τον διαχωρισμό αυτόν, καταδεικνύει πως όλες οι συμπτώσεις στις οποίες αναφέρεται υπακούν σε έναν νόμο των σειρών. Στην συνέχεια επιχειρεί να αποδείξει πως ο νόμος αυτός διέπει το σύμπαν, την φύση και συνολικά την ζωή, ενώ προτείνει πως εκτός από τις αρχές της αιτιότητας υπάρχει και η αρχή της μη-αιτιότητας η οποία τείνει να ομαδοποιεί φαινόμενα και γεγονότα στον χώρο και τον χρόνο.
Ο Carl Jung, έχοντας δείξει από νεαρή ηλικία την ροπή του προς τον πνευματισμό και την παραψυχολογία αλλά και όντας γοητευμένος από κάθε είδους παραδοξότητες -συνεπώς και τις συμπτώσεις-, δημοσιεύει το 1952 σε συνεργασία με τον βιολόγο Βόλφγκανγκ Πάουλι την «Ερμηνεία της Φύσης και της Ψυχής». Το κομμάτι στο οποίο εργάστηκε ο Jung είχε τον τίτλο «Συγχρονικότητα, μια μη αιτιακή συνεκτική αρχή» και αφορούσε, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, τις συμπτώσεις.
Σε αυτό, επηρεασμένος καταφανώς από τις πεποιθήσεις του για την ύπαρξη «συλλογικού ασυνείδητου» και τα «αρχέτυπα» που το διαμορφώνουν, καθώς και την πεποίθηση που έτρεφε ότι συνείδηση και ύλη έχουν την δυνατότητα να αλληλεπιδρούν, ο πατέρας της αναλυτικής ψυχολογίας πρότεινε πως δύο φαινόμενα μπορούν να μην συνδέονται αιτιοκρατικά μεταξύ τους, όμως αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να υπάρχει εννοιολογική σύνδεση αναμεταξύ τους. Ετσι επιχείρησε να δώσει εξήγηση στην ύπαρξη των συμπτώσεων εισηγούμενος τη θεωρία πως αυτά τα μη-αιτιοκρατικά συνδεδεμένα γεγονότα μπορούν να παρουσιάζουν ομοιότητες στην ουσία, το νόημα και τις συνέπειες τους.
Μέσα στον κυκεώνα των αναλύσεων της ορολογίας, όμως, ο Jung φαίνεται πως έχασε τον αρχικό του στόχο, να συνδέσει δηλαδή τα αρχέτυπα και το συλλογικό ασυνείδητο με την δημιουργία και πρόκληση των συμπτώσεων, κάτι που επεσήμανε αργότερα, το 1972, ο Arthur Koestler στο βιβλίο του «Οι ρίζες της σύμπτωσης».
Ο Βρετανός συγγραφέας χαρακτηρίζει ασαφή και σε κάποιο βαθμό αφελή την τοποθέτηση του Jung και επιχειρεί μια εισαγωγή σε θεωρίες της παραψυχολογίας, όπως η αντίληψη μέσω αισθήσεων και η ψυχοκίνηση, μπερδεύοντας τες με έννοιες κβαντομηχανικής όπως την συμπεριφορά των νετρίνων και την αλληλεπίδραση τους με τον χρόνο. Ολα αυτά βέβαια ο Koestler τα θέτει υπό την ομπρέλα της έννοιας της «Συγχρονικότητας» του Jung.
Ο Χρήστος Μαρκόπουλος από την άλλη, σε μια ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου, επιχειρεί μέσα από το βιβλίο του «Τύχη και τάξη: Η κυριαρχία των πρώτων» να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην τυχαιότητα και την αιτιοκρατία μέσω της πρότασης πως η τυχαιότητα της προέλευσης της ζωής μπορεί να αποδειχθεί μέσα από την αλληλουχία των συστατικών των βιολογικών μορίων.
Αυτό που υποστηρίζει, δηλαδή, είναι πως η τυχαιότητα που διακρίνει τους συσχετισμούς και τις αλληλουχίες σε ένα μαθηματικό παίγνιο τύχης, συναντάται αυτούσια στο σύμπαν και την διαδικασία γέννησης της ίδιας της ζωής. Αποτελεί την μήτρα που γεννάει την διαφορετικότητα των γονιδίων τα οποία δίνουν εν τέλει την μεγάλη ποικιλία των έμβιων όντων. Μέσα από την διαδικασία των αλλεπάλληλων αλληλουχιών εμφανίζεται ο «Νόμος της Κυριαρχίας των Πρώτων», όπως τον ονομάζει ο Μαρκόπουλος, εννοώντας πως αυτό που τυχαία θα εμφανιστεί πρώτο, είτε σε ένα τυχερό παιχνίδι, είτε σε ένα βιολογικό σύστημα, έχει περισσότερες πιθανότητες να εμφανιστεί στην συνέχεια.
Αυτό είναι ένα αξίωμα που αν μη τι άλλο μπορεί να στηριχτεί στατιστικά, με παράδειγμα το «κορώνα-γράμματα» και την πλευρά που θα εμφανιστεί την πρώτη φορά να έχει περισσότερες πιθανότητες να εμφανιστεί και στην συνέχεια, τους λήγοντες αριθμούς του λαχείου, με αυτούς που θα κληρωθούν σε μια κλήρωση να εμφανίζονται συχνότερα στην συνέχεια, αλλά και τα αμινοξέα που πρώτα θα εμφανιστούν κατά τον σχηματισμό μιας πρωτεΐνης και θα καθορίσουν τα βασικά χαρακτηριστικά της, να τείνουν να εμφανίζονται συχνότερα στην σύσταση άλλων, νέων πρωτεϊνών.
Ο Μαρκόπουλος λοιπόν, επιτυγχάνοντας σε μεγαλύτερο βαθμό από τους υπόλοιπους να συνδέσει το συμπτωματικό με το αιτιακό, διαπιστώνοντας πειραματικά την αλήθεια της κυριαρχίας των πρώτων, πρότεινε μέσα από το βιβλίο του πως με την ενδελεχή και λεπτομερή εξέταση των «τυχαιοτήτων» του παρελθόντος μπορούμε να προβλέψουμε τις «τυχαιότητες» του μέλλοντος. Ενα σημαντικό βήμα για την εξήγηση των συμπτώσεων που όμως ακόμα και αυτό δεν αποκαλύπτει ολοκληρωτικά την φόρμουλα λειτουργίας τους.
Συνέχεια του άρθρου εδώ